- πυῤῥιχιστής
πυῤῥιχιστής, ὁ, der den Waffentanz Tanzende; Lys. 21, 1. 4; Plut. Pomp. 69, u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυῤῥιχιστής, ὁ, der den Waffentanz Tanzende; Lys. 21, 1. 4; Plut. Pomp. 69, u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρριχιστής — ὁ, ΝΑ [πυρριχίζω] χορευτής τού πυρρίχιου χορού … Dictionary of Greek
πυρριχισταῖς — πυρριχιστής dancer of the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχισταί — πυρριχιστής dancer of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστῶν — πυρριχιστής dancer of the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστάς — πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc acc pl πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστικός — ή, όν, Α [πυρριχιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πυρριχιστή … Dictionary of Greek