- πυλη-δόκος
πυλη-δόκος, ὁ, der an der Thür Empfangende od. Auflauernde, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 15; dah. Thürwächter, Thürsteher.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυλη-δόκος, ὁ, der an der Thür Empfangende od. Auflauernde, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 15; dah. Thürwächter, Thürsteher.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυληδόκος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού) φρουρός τής πύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκος] … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
πυλούχος — και πυλάοχος, ον, Α 1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία τού Διονύσου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῡχος δοκός που υποβαστάζει πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek