ναυ-πηγής

ναυ-πηγής

ναυ-πηγής, ές, = ναυπηγός; τέχναι Maneth. 4, 393.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καινοπηγής — καινοπηγής, ές (Α) ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ πηγής, νεο πηγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”