- ματαιάζω
ματαιάζω, dasselbe; Luc. de luct. 16; Sext. Emp. adv. phys. 1, 281.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιάζω, dasselbe; Luc. de luct. 16; Sext. Emp. adv. phys. 1, 281.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιάζω — pres subj act 1st sg ματαιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζω — (ΑM) μσν. λέω και ζητώ κάτι μάταια αρχ. ματάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ματάζω* < μάταιος] … Dictionary of Greek
ματαιάζει — ματαιάζω pres ind mp 2nd sg ματαιάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζοντα — ματαιάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ματαιάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζουσι — ματαιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ματαιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζουσιν — ματαιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ματαιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζειν — ματαιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζεις — ματαιάζω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζεται — ματαιάζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζοντες — ματαιάζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιάζων — ματαιάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)