- ματαιοσύνη
ματαιοσύνη, ἡ, Thorheit, Polem. Physiogn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιοσύνη, ἡ, Thorheit, Polem. Physiogn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιοσύνη — ματαιοσύνη, ἡ (Α) [μάταιος] η ματαιότητα … Dictionary of Greek
ματαιοσύνῃ — ματαιοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοσύνης — ματαιοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek