- πυλαϊκός
πυλαϊκός, possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυλαϊκός, possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυλαϊκός — ή, όν, Α [Πύλαι / πυλαία] 1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο τού αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες 2. αγύρτικος, ψεύτικος … Dictionary of Greek
πυλαικοῦ — πυλᾱϊκοῦ , πυλαικός silly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαικῆς — πυλᾱϊκῆς , πυλαικός silly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαική — πυλᾱϊκή , πυλαικός silly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαικήν — πυλᾱϊκήν , πυλαικός silly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)