ματαιό-κομπος

ματαιό-κομπος

ματαιό-κομπος, thöricht prahlend, Schol. Ar. Ach. 589.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκομπος — (I) ον, Α αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»]. (II) ον, Μ αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομπος (<… …   Dictionary of Greek

  • κενόκομπος — κενόκομπος, ον (Μ) αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό κομπος, φιλό κομπος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκομπος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να κομπάζει, να είναι αλαζόνας. επίρρ... φιλοκόμπως Α με κομπαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό κομπος] …   Dictionary of Greek

  • πτωχόκομπος — ὁ, Μ πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιό κομπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”