- ματαιό-φρων
ματαιό-φρων, ον, thörichtes, eitles Sinnes, Clem. Al., LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιό-φρων, ον, thörichtes, eitles Sinnes, Clem. Al., LXX. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόφρων — ἱερόφρων, ὁ, ἡ (Μ) ο ιερά σκεπτόμενος, αυτός που κάνει ιερές σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ό) * + φρων (< φρην), πρβλ. κραταιό φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
κτηνόφρων — κτηνόφρων, ον (Α) αυτός που σκέπτεται σαν κτήνος, κτηνώδης, κτηνοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν , πρβλ. φρένες), πρβλ. θεό φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
μεγάφρων — ον (Α μεγάφρων, ον) ο μεγαλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + φρων (< ρ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
μεγαλόφρων — ον (Α μεγαλόφρων, ον) 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος 2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
μελεόφρων — μελεόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ , ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + φρων… … Dictionary of Greek
νομιμόφρων — ον, αρσ. και νομιμόφρονας αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. επίρρ... νομιμοφρόνως με νομιμοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση… … Dictionary of Greek
ολβιόφρων — ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
πάμφρων — πάμφρων, ονος, ὁ (Α) σοφός ως προς όλα, γνώστης τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
πινυτόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.) 2. ευφυής, αγχίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
πιστόφρων — ον, Α ειλικρινής, αφοσιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός (Ι) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek