ματευτής

ματευτής

ματευτής, ὁ, = μαστευτής, Maneth. 4, 268, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ματευτής — ματευτής, ὁ (Α) [ματεύω] ο μαστευτής* …   Dictionary of Greek

  • ματευτάς — ματευτά̱ς , ματευτής masc acc pl ματευτά̱ς , ματευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”