- βατόεις
βατόεις, εσσα, εν, dornig, Nic. Al. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατόεις, εσσα, εν, dornig, Nic. Al. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατόεντα — βατόεις thorny neut nom/voc/acc pl βατόεις thorny masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek