- βατραχίς
βατραχίς, ίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατραχίς, ίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βατραχίς — ( ίδος), η (Α) 1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα 2. το φυτό βατράχιο … Dictionary of Greek
βατραχίς — frog green garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχίδα — βατραχίς frog green garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχίδες — βατραχίς frog green garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχίδος — βατραχίς frog green garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek