βασίλιννα

βασίλιννα

βασίλιννα, ἡ, = βασίλεια, Men. bei Eusth. 1425; als v. l. der mss. Dem. 59, 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βασίλιννα — βασίλιννα, η (Α) η σύζυγος του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς, πιθ. αρχικά με υποκοριστική σημασία. Κατ άλλους, βασίλιννα < βασιλεύς + ιννα, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • βασίλιννα — βασιλεία kingdom fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anthesteria — Anthesteria, one of the four Athenian festivals in honour of Dionysus (collectively the Dionysia), was held annually for three days, the eleventh to thirteenth of the month of Anthesterion (the January/February full moon);[1] it was preceded by… …   Wikipedia

  • Basilinna — Die Basilinna (Βασιλίννα; dt. Königin) war die Gemahlin des athenischen Archon basileus. Sie musste athenische Bürgerin und bei der Verheiratung Jungfrau sein (was sich allerdings nicht auf die Ehe mit dem Basileus beziehen muss, was der Fall der …   Deutsch Wikipedia

  • Василиса — У слова «Василиса» есть и другие значения: см. Василиса (значения). Василиса греческое Род: жен. Другие формы: Василисса[1], Василина Производ. формы: Вася, Васюня, Васёна …   Википедия

  • βασίλισσα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νικομήδεια και έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 304). Η μνήμη της τιμάται στις 3 Σεπτεμβρίου. 2. Σύζυγος του Μαξέντιου. Σκοτώθηκε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Νοεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • βασιλίς — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς της Αρκαδίας Κύψελος. Στη Β. είχαν καθιερωθεί καλλιστεία γυναικών. * * * βασιλίς ( ίδος), η (AM) [βασιλεύς] βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» η κορυφαία πόλη, η… …   Dictionary of Greek

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”