μασθός

μασθός

μασθός, , dor. = μαστός, μαζός; μασϑὸν ἀμφέχασκ' ἐμὸν ϑρεπτήριον Aesch. Ch. 538. Auch Plut. Cat. mai. 20; auch Xen. An. 1, 7, 17, v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μασθός — μασθός, o (AM) βλ. μαστός …   Dictionary of Greek

  • μασθός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοῖς — μασθός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοί — μασθός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοῦ — μασθός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθούς — μασθός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθῶν — μασθός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθῷ — μασθός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθόν — μασθός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίμασθος — και καλλίμαστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ωραίους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μασθος (< μασθός), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

  • κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”