βασμίς

βασμίς

βασμίς, ἡ, = βαϑμίς, Paus. 8, 6, 4, Bekk.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών …   Dictionary of Greek

  • βασμίδι — το (Μ βασμίδιν) σκαλοπάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βασμίς, παράλληλος τ. του βαθμίς ( ίδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”