βασιληΐς

βασιληΐς

βασιληΐς, ΐδος, fem. zu βασιλεύς, Il. 6. 193 δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληίδος ἥμισυ πάσης, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Th. 462; Eur. Hipp. 1281; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βασιληίς — βασιληΐς, η (Α) [βασιλεύς] 1. ως επίθ. βασιλική, αυτή που ταιριάζει σε βασιλιά 2. ως ουσ. η βασίλισσα …   Dictionary of Greek

  • βασιληίς — royal fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδα — βασιληίς royal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδας — βασιληίς royal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδες — βασιληίς royal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδι — βασιληίς royal fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδος — βασιληίς royal fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”