- βασιλεύτωρ
βασιλεύτωρ, ὁ, = βασιλεύς, Antimach. frg. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασιλεύτωρ, ὁ, = βασιλεύς, Antimach. frg. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασιλεύτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλεύτορες — βασιλεύτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)