- βασκοσύνη
βασκοσύνη, ἡ, Sp. = βασκανία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασκοσύνη, ἡ, Sp. = βασκανία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασκοσύνη — de herb. fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκοσύνη — η (Α βασκοσύνη) η βασκανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βασκανοσύνη (< βάσκανος) με συλλαβική ανομοίωση] … Dictionary of Greek
βασκοσύναις — βασκοσύνη de herb. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκοσύνην — βασκοσύνη de herb. fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκοσύνης — βασκοσύνη de herb. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκοσύνας — βασκοσύνᾱς , βασκοσύνη de herb. fem acc pl βασκοσύνᾱς , βασκοσύνη de herb. fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)