- πυξίνεος
πυξίνεος, = πύξινος, πλατάγη, Leon. Tar. 33 (VI, 309).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυξίνεος, = πύξινος, πλατάγη, Leon. Tar. 33 (VI, 309).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυξίνεος — έα, ον, Α βλ. πύξινος … Dictionary of Greek
πύξινος — η, ο / πύξινος, ίνη, ον, ΝΑ, και πυξίνεος, έα, ον, Α ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.) αρχ. 1. κίτρινος όπως το ξύλο τής πύξου, ωχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον πινακίδα από πύξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» +… … Dictionary of Greek
πυξινέην — πύξινος made of box wood fem acc sg (epic ionic) πυξίνεος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)