- βασκανίζω
βασκανίζω, = βασκαίνω?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασκανίζω, = βασκαίνω?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αβασκάνιστος — η, ο (Α ἀβασκάνιστος, ον) αυτός που δεν φθονείται, ο ανεπίφθονος νεοελλ. αυτός που δεν ματιάστηκε, ο αμάτιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *βασκανίζω < βασκανία] … Dictionary of Greek