βασμός

βασμός

βασμός, , nach den Attieisten att. = βαϑμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βασμός — (I) ο, [βάζω II] 1. ήχος που μοιάζει με τον βόμβο των μελισσών 2. βοή, θόρυβος 3. ο σφυγμός. (II) βασμός, ο (Μ) (AM) ο βαθμός· [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαθμός (< βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • βασμός — βαθμός step masc nom sg βασμός step masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβασμός — ἀναβασμός, ο (Α) 1. κινητή σκάλα 2. πρόοδος στη μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βασμὸς < βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • βασμιαίος — βασμιαῑος, ο (Α) [βασμός II] φρ. «βασμιαῑος λίθος» πλατύς λίθος που χρησιμεύει ως βάση …   Dictionary of Greek

  • βασμοί — βαθμός step masc nom/voc pl βασμός step masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασμούς — βαθμός step masc acc pl βασμός step masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασμῶν — βαθμός step masc gen pl βασμός step masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασμόν — βαθμός step masc acc sg βασμός step masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”