μασχαλίζω

μασχαλίζω

μασχαλίζω, eigtl. an den Achseln aufhängen, Hesych.; den Leichnam eines Gemordeten zerstückeln, verstümmeln u. ihm die abgeschnittenen Glieder unter die Achseln legen, was man that, um die That gewissermaßen zu sühnen, vgl. E. M. v. ἄπαργμα u. VLL., ἐμασχαλίσϑη δ' ἔϑ' ὡς τόδ' εἰδῇς, Aesch. Ch. 433; ὑφ' ἦς ϑανὼν ἄτιμος ὥςτε δυςμενὴς ἐμασχαλίσϑη, Soph. El. 437, s. Schol. u. vgl. Ap. Rh. 4, 478. S. auch μασχαλίσματα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μασχαλίζω — put under the arm pits pres subj act 1st sg μασχαλίζω put under the arm pits pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίζω — (Α μασχαλίζω) [μασχάλη] νεοελλ. φρ. «μασχαλίζω την άγκυρα» ναυτ. κρεμώ την άγκυρα από τον μασχαλιστήρα αρχ. 1. βάζω κάτι κάτω από τη μασχάλη 2. ακρωτηριάζω πτώμα, επειδή υπήρχε η πεποίθηση στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα άκρα τού θύματός τους… …   Dictionary of Greek

  • ἐμασχαλίσθην — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλισθῆναι — μασχαλίζω put under the arm pits aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλισθήσῃ — μασχαλίζω put under the arm pits fut ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμασχαλίσθη — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμασχαλίσθης — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίττει — μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits aor subj act 3rd sg (epic) μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits fut ind mid 2nd sg (epic) μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… …   Dictionary of Greek

  • μασχάλισμα — μασχάλισμα, τὸ (Α) [μασχαλίζω] (κυρίως στον πληθ.) τὰ μασχαλίσματα α) τα ακρωτηριασμένα μέλη δολοφονημένου, τα οποία ο δολοφόνος κρεμούσε από τη μασχάλη, τη δική του ή τού θύματος β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) τεμάχια κρέατος από τον… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”