μασχαλίς

μασχαλίς

μασχαλίς, ίδος, ἡ, = μασχάλη, bes. an Bäumen u. Pflanzen, Theophr.; Ctes. Ind. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μασχαλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίς — η (Α μασχαλίς, ίδος) [μασχάλη] νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμα αρχ. 1. μασχάλη φυτού, το… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλίδας — μασχαλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίδος — μασχαλίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”