- μαστήριος
μαστήριος, zum Erspähen geschickt, Ἑρμῆς, Aesch. Suppl. 898.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστήριος, zum Erspähen geschickt, Ἑρμῆς, Aesch. Suppl. 898.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστήριος — μαστήριος, α, ον (Α) [μαστήρ] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αναζητά και να βρίσκει κάτι, ο επιτήδειος στην έρευνα («Ἑρμῇ μεγίστῳ προξένῳ μαστηρίῳ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μαστηρίῳ — μαστήριος good at search masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)