μαστίκτωρ

μαστίκτωρ

μαστίκτωρ, ορος, ὁ, der Geißelnde, Aesch. Eum. 153.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαστίκτωρ — μαστίκτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που χτυπά με το μαστίγιο, αυτός που μαστιγώνει («ὑπὸ λοβὸν πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. διδάκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μαστίκτορος — μαστίκτωρ scourger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστικτήρ — μαστικτήρ, ῆρος, ὁ (Α) μαστίκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”