πυαλίτης, ὁ, ein Wurf mit Würfeln, Eubul. b. Poll. 7, 205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυαλίτης — a throw of the dice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυαλίτης — ὁ, Α [πύελος / πύαλος] βολή τών κύβων, είδος ριξιάς τών κύβων … Dictionary of Greek