- μαστίσδω
μαστίσδω, dor. = μαστίζω, Theocr. 7, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστίσδω, dor. = μαστίζω, Theocr. 7, 108.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… … Dictionary of Greek