- μαστο-ειδής
μαστο-ειδής, ές, brust-, zitzenförmig; Sosib. bei Ath. III, 115 a; Arist. H. A. 4, 4; λόφος, Pol. 5, 70, 6, wie πέτρα, D. Sic. 17, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστο-ειδής, ές, brust-, zitzenförmig; Sosib. bei Ath. III, 115 a; Arist. H. A. 4, 4; λόφος, Pol. 5, 70, 6, wie πέτρα, D. Sic. 17, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… … Dictionary of Greek