- μαστό-δετον
μαστό-δετον, τό, die Brustbinde der Frauen, M. Arg. 20 (VI, 201).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστό-δετον, τό, die Brustbinde der Frauen, M. Arg. 20 (VI, 201).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλημνόδετο — το / πλημνόδετον, ΝΜΑ μικρό μεταλλικό εξάρτημα που συνδέει την ακτίνα ενός τροχού με την πλήμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμνη + δετον (< δετός < δῶ «δένω»), πρβλ. μαστό δετον, ουλό δετον] … Dictionary of Greek
ναύδετο — το (Α ναύδετον) σχοινί τού πλοίου, το παλαμάρι νεοελλ. ναυτ. σημαντήρας που είναι μόνιμα τοποθετημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και στον οποίο δένεται ένα πλοίο χωρίς να απαιτείται να ρίξει άγκυρα, κν. τσαμαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + δετόν… … Dictionary of Greek