- ναστότης
ναστότης, ητος, ἡ, Dichtigkeit, Derbheit, Simpl. ad Arist. phys. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναστότης, ητος, ἡ, Dichtigkeit, Derbheit, Simpl. ad Arist. phys. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναστότης — ναστότης, ἡ (ΑΜ) [ναστός] πυκνότητα, στερεότητα … Dictionary of Greek
ναστότητα — ναστότης solidity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναστότητος — ναστότης solidity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)