μαστροπεία

μαστροπεία

μαστροπεία, , die Verkuppelung; Xen. Conv. 4, 61; Plut. Symp. 2, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαστροπεία — μαστροπείᾱ , μαστροπεία pandering fem nom/voc/acc dual μαστροπείᾱ , μαστροπεία pandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστροπείᾳ — μαστροπείᾱͅ , μαστροπεία pandering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • μαστροπεία — η το έργο του μαστροπού, του προαγωγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστροπείαν — μαστροπείᾱν , μαστροπεία pandering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγεία — η, ΝΑ [προαγωγεύω] 1. η ενέργεια τού προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση τού προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά 2. φρ. «προαγωγείας γραφή» (αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγικός — ή, ό / προαγωγικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις») αρχ. 1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία 2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • μαστροπικός — μαστροπικός, ή, όν (Α) [μαστροπός] αυτός που είναι πρόθυμος για μαστροπεία …   Dictionary of Greek

  • μαστροπότης — μαστροπότης, ἡ (Μ) [μαστροπός] μαστροπεία …   Dictionary of Greek

  • μαστροπώδης — μαστροπώδης, ῶδες (Α) [μαστροπός] αυτός που μοιάζει με μαστροπό ή είναι κατάλληλος για μαστροπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”