βασσάρα — βασσάρᾱ , βασσάρα fox fem nom/voc/acc dual βασσάρᾱ , βασσάρα fox fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάρα — βασσάρα, η (Α) 1. η αλεπού 2. χιτώνας των Βακχών της Θράκης, πιθανώς από δέρμα αλεπούς 3. μαινάδα του Διονύσου από τη Θράκη 4. αναιδής γυναίκα ή πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η στενή σχέση της λ. με τη λατρεία του Διονύσου είναι η αιτία των διαφόρων σημασιών… … Dictionary of Greek
βασσάρας — βασσάρᾱς , βασσάρα fox fem acc pl βασσάρᾱς , βασσάρα fox fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάραι — βασσάρα fox fem nom/voc pl βασσάρᾱͅ , βασσάρα fox fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάραν — βασσάρᾱν , βασσάρα fox fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρῶν — βασσάρα fox fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάραις — βασσάρα fox fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάρη — βασσάρα fox fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρίς — ( ίδος), η (Α) [βασσάρα] η βασσάρα … Dictionary of Greek
Бассарейский — (греч.) фригийско фракийское прозвище Вакха вследствие лисьей шкуры (βασσάρα), которую носили Вакх и жрецы его. Бассариды прозвище вакханок. Бассарийский принадлежащий Вакху, вакханкам … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ДИОНИС — • Dionysus, Διόνυσος, Διώνυσος, Βάκχος, Bacchus, Liber, Вакх, сын Зевса и Семелы (Ноm. Il. 14, 325), бог вина и виноделия, посредством вина веселящий сердце человека (χάρμα βροτοι̃σιν) и прогоняющий заботы и страдания (Λυαι̃ος,… … Реальный словарь классических древностей