- βασσαρέω
βασσαρέω, = βακχεύω, Anacr. 61, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βασσαρέω, = βακχεύω, Anacr. 61, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βασσαρέως — Βασσαρέω̆ς , Βασσαρεύς masc gen sg Βασσαρεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσαρέως — βασσαρέω̆ς , βασσαρεύς masc gen sg βασσαρεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβασσαρέω — ἀναβασσαρέω (Α) καταλαμβάνομαι από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + βασσαρέω «βακχεύω»] … Dictionary of Greek