- μασσότερον
μασσότερον, neuer compar. vom Folgdn, Dius bei Stob. fl. 65, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μασσότερον, neuer compar. vom Folgdn, Dius bei Stob. fl. 65, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μασσότερον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πορρώτερον», μακρύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από το συγκρ. μάσσων τού μακρός] … Dictionary of Greek