μαρῖνος

μαρῖνος

μαρῖνος, , ein Meerfisch, Arist. H. A. 6, 17, der auch κίϑαρος heißt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μαρῖνος — sea fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρῖνος — sea fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίνος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανατόμος (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Άκμασε γύρω στο 90 π.Χ. και υπήρξε δάσκαλος του εμπειρικού Κόιντου. Ο Γαληνός τον αποκαλούσε επανορθωτή της ανατομίας. Στον Μ. αποδίδονται οι τίτλοι 20 βιβλίων σχετικών με… …   Dictionary of Greek

  • Μαρίνος, Γιώργος — (Αθήνα 1939 –). Τραγουδιστής, ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και διασκεδαστής. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Μάνου Χατζιδάκη με τίτλο Οδός ονείρων αποσπώντας θετικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Μαρίνος — Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Ο Ά.Μ. βρίσκεται στις παρυφές των Απένινων ορέων, κοντά στο Ρίμινι και σε… …   Dictionary of Greek

  • Γερουλάνος, Μαρίνος — (Πάτρα 1867 – Αθήνα 1960). Χειρουργός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον χρόνο της αποφοίτησής του (1892) έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή Περί των μεταστάσεων κακοηθών νεοπλασιών εν… …   Dictionary of Greek

  • Αντύπας, Μαρίνος — (Κεφαλονιά 1872 – Πυργετός Θεσσαλίας 1907). Πρωτοπόρος του αγροτικού κινήματος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τους σοσιαλιστικούς κύκλους. Φοιτητής ακόμα, πήγε στην Κρήτη και πολέμησε ως εθελοντής εναντίον των Τούρκων και… …   Dictionary of Greek

  • Βρετός-Παπαδόπουλος, Μαρίνος — (Κέρκυρα 1828 – Νίκαια 1871). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Καταγόταν από τη Λευκάδα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και εργάστηκε εκεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1855 ήρθε στην Αθήνα, όπου του ανέθεσαν τη διεύθυνση του Ελληνικού… …   Dictionary of Greek

  • Καβάλλης, Μαρίνος — (16ος αι.). Βενετός προβλεπτής (ευγενής που εκλεγόταν σε καιρούς πολέμου ή εξαιρετικών δυσκολιών με ειδικά καθήκοντα, τομείς επέμβασης και δικαιοδοσίας)στην Κρήτη. Επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1570.… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγάς, Μαρίνος — (Αθήνα 1906 – 1985). Ιστορικός και κριτικός τέχνης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ιστορία της τέχνης στη Γερμανία και αισθητική στο Παρίσι. Διετέλεσε επιμελητής στην έδρα της ιστορίας της τέχνης του Eθνικού Mετσόβιου Πολυτεχνείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”