- μαρῑλο-καύτης
μαρῑλο-καύτης, ὁ, der Kohlenbrenner, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρῑλο-καύτης, ὁ, der Kohlenbrenner, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπνοκαύτης — ἰπνοκαύτης, ὁ (Α) ο ιπνοκαύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύτης, σπάνιος τ. αντι καύστης, (< καίω), πρβλ. κατα καύτης, μαριλο καύτης] … Dictionary of Greek