- μαρῑλεύω
μαρῑλεύω, kleine Kohlen machen, Poll. 7, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρῑλεύω, kleine Kohlen machen, Poll. 7, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαριλεύω — (Α) [μαρίλη] παράγω μαρίλη, στάχτη, χόβολη, καίγοντας κάρβουνα … Dictionary of Greek
μαριλευτής — μαριλευτής, ὁ (Α) [μαριλεύω] καρβουνιάρης … Dictionary of Greek