δρήστειρα

δρήστειρα

δρήστειρα, , fem. zu δρηστήρ, Dienerin; Homer zweimal, Odyss. 10, 349. 19, 345 ἀμ φίπολοιτέσσαρες, αἵ οἱ (γυνὴτάων αἵ τοι) δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν; – sp. D, wie Ap. Rh. 3, 700.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δρήστειρα — δρηστήρ labourer fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρηστήρ — ( ῆρος), ο (θηλ. δρήστειρα, η) (Α) 1. εργάτης, άνθρωπος που κάνει χειρωνακτική εργασία 2. δραπέτης …   Dictionary of Greek

  • υποδρηστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑποδρήστειρα, Α 1. θεράποντας, υπηρέτης·2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν υπηρέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστήρ / δρήστειρα (< δρῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”