- δρᾱπετίσκος
δρᾱπετίσκος, ὁ, dim. von δραπέτης, in verächtlichem Sinne, Luc. Fugit. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρᾱπετίσκος, ὁ, dim. von δραπέτης, in verächtlichem Sinne, Luc. Fugit. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραπετίσκω — δρᾱπετίσκω , δραπετίσκος masc nom/voc/acc dual δρᾱπετίσκω , δραπετίσκος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek