μαρίλη

μαρίλη

μαρίλη, , auch σμαρίλη (μαίρω, μαρμαίρω), kleine Gluthkohle, glühende Asche, Kohlenstaub, nach Poll. 10, 111; Hippocr.; Ar. Ach. 331 u. Sp., wie Themist. or. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… …   Dictionary of Greek

  • μαρίλη — μαρί̱λη , μαρίλη embers of charcoal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίλῃ — μαρί̱λῃ , μαρίλη embers of charcoal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίλιον — και μαρίλλιον, τὸ (Α) [μαρίλη] η μαρίλη* …   Dictionary of Greek

  • μαριλεύω — (Α) [μαρίλη] παράγω μαρίλη, στάχτη, χόβολη, καίγοντας κάρβουνα …   Dictionary of Greek

  • μαριλοκαύτης — μαριλοκαύτης, ου, ὁ (Α) αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)] …   Dictionary of Greek

  • μαριλοπότης — μαριλοπότης, ου, ὁ (Α) (για σιδηρουργό) αυτός που καταπίνει μαρίλη, δηλ. σκόνη από κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + πότης (πρβλ. γαλακτο πότης, οινο πότης)] …   Dictionary of Greek

  • σμαρίλη — ἡ, Α μαρίλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μαρίλη*. Για το αρκτικό σ πρβλ. μικρός: σμικρός] …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • μαριεύς — μαριεύς, έως, ὁ (Α) λίθος ο οποίος αναφλέγεται όταν στάξει κανείς νερό πάνω στην επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με μαρίλη*] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”