δράμημα

δράμημα

δράμημα, τό, der Lauf; Her. 8, 98; Soph. O. R. 193. Vgl. δρόμημα, u. Lob. Phryn. p. 618 ff


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δράμημα — running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράμημα — το βλ. δρόμημα …   Dictionary of Greek

  • δράμημ' — δράμημα , δράμημα running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραμήμασιν — δράμημα running neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραμήματα — δράμημα running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραμήματος — δράμημα running neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομημάτων — δράμημα running neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομήμασι — δράμημα running neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομήμασιν — δράμημα running neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομήματα — δράμημα running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομήματι — δράμημα running neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”