δράγδην

δράγδην

δράγδην (δράσσω), fassend, ergreifend; χειρὶ δρ. ἔχοντες Qu. Sm. 13, 91.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δράγδην — επίρρ. (Α) με τη φούχτα, αρπαχτά …   Dictionary of Greek

  • δράγδην — in the grasp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράγδην — ΝΑ επίρρ. 1. με ορμητικότητα, με σφοδρότητα, με βιαιότητα 2. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα φαγ τού ῥήγνυμι* + επίρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην). Έχει προταθεί, ωστόσο, η διόρθωση του τ. σε δράγδην*. Η σύνδεση, τέλος τών τ. ῥάγδην / …   Dictionary of Greek

  • dergh- —     dergh     English meaning: to grasp     Deutsche Übersetzung: “fassen”     Material: Arm. trc̣ak “ brushwood bundle “ (probably from *turc̣ ak, *turc̣ from *dorgh so , Petersson KZ. 47, 265); Gk. δράσσομαι, Att. δράττομαι “ grasp “, δράγδην “ …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”