δράκων

δράκων

δράκων, οντος, ὁ, die Schlange, der Drache; nach der richtigen Etymologie der Alten von δέρκομαι, wegen des glänzenden Blickes, dgl. δορκάς u. ὄφις von Wurzel ὀπ-. Der δράκων spielt in den Griech. Sagen eine Rolle wie der Lindwurm oder der Drache in den Deutschen; ob ein solches Fabelthier gemeint sei oder eine gewöhnliche Schlange, läßt sich bei den Griech. Schriftstellern nicht überall unterscheiden. Homer: Iliad. 3, 33. 12, 202. 220. 22, 93; ein δράκων als μέγα σῆμα oder τέρας μέγα Iliad. 2, 308; ein δράκων Hintertheil der Chimära Iliad. 6, 181; Proteus verwandelt sich in einen Drachen Odyss. 4, 457; Drachengebilde als Zierrattz auf einem Panzer Iliad. 11, 26; ein Drache mit drei Köpfen als Zierrath auf dem Riemen eines Schildes gebildet Iliad. 11, 39. – Tragg. bes. von der Lernäischen Schlange u. dem Drachen Python, den Apollo erlegte. – Auch als Feldzeichen, Luc. conscr. hist. 29; als Zierrath am Brustharnisch Posidipp. com. bei Ath. IX, 376 f; schlangenförmig gearbeitete Arm- u. Halsbänder, οἱ περὶ καρποῖς καὶ βραχίοσι δράκοντες Luc. amor. 41; vgl. Antp. Sid. 21; Archi. 5 (VI, 206. 207). – Einen Fisch dieses Namens erwähnt Arist. H. A. 8, 13; Ath. VII, 287 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δράκων — dragon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκων — dragon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… …   Dictionary of Greek

  • δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δράκοντα — Δράκων dragon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”