δράξ

δράξ

δράξ, ακός, ὁ, auch , = δράγμα, eine Handvoll; Batr. 940; vgl. Poll. 2, 144. 147. 9, 77; LXX, u. Sp. – Die (flache) Hand; Hesych., τοὺς δράκας σφίγξας, Stob. ecl. p. 968.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δράξ — handful fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραξ — και δράκα, η (AM δράξ) 1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος τού χεριού, δράγμα 2. παλάμη, χούφτα …   Dictionary of Greek

  • δρακί — δράξ handful fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακός — δράξ handful fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραξί — δράξ handful fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκα — δράξ handful fem acc sg δράκᾱ , δράκος eye neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκας — δράξ handful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκεσι — δράξ handful fem dat pl δράκος eye neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пригоршня — с. в. р., вост. русск., пригоршень, род. п. шня (м.) – то же, пенз., пригоршня, южн., зап. (Даль), др. русск. пригъръща (Нестор, Жит. Феодос., ХII в.; см. Соболевский, Лекции 137), цслав. прѣгръшта, пригръшта δράξ (Мi. LР 715). Из *prigъrsti̯a от …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Greek drachma — ελληνική δραχμή (Greek) Modern drachma coins …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”