δράσιμος

δράσιμος

δράσιμος, was zu thun ist; ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον Aesch. Spt. 536, Schol. πολεμικώτατός ἐστιν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δράσιμος — δράσιμος, ον (Α) 1. δραστήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον ενέργεια, δράση …   Dictionary of Greek

  • δράσιμον — δρά̱σιμον , δράσιμος activity masc/fem acc sg δρά̱σιμον , δράσιμος activity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”