δράστης

δράστης

δράστης, ὁ, = δρηστήρ, Pind. P. 4, 287, dem ϑεράπων entgegengesetzt, ein niederer Diener, Knecht, s. Böckh's explicatt. Vgl. δρήστης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δράστης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • δράστης — ο αυτός που έκανε κάποια αξιόποινη πράξη, ο αυτουργός: Ο δράστης του εγκλήματος ήταν ανήλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δράστην — δράστης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • δράστας — δράστᾱς , δράστης masc acc pl δράστᾱς , δράστης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OAED Vocational College shooting — Location Agios Ioannis Rentis, Athens, Greece Date Friday, April 10, 2009 Approximately 08:30 a.m.[1] (UTC+3) …   Wikipedia

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”