- δρομάω
(δρομάω, nur in der Form) δρομάασκε er lief, Hes. frg. 2, wefür Schol. Ven Il. 20, 227 φοίτασκε hat, u. was eigtl. δρώμασκε heißen müßt, vgl. Lob. zu Phryn. 583.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(δρομάω, nur in der Form) δρομάασκε er lief, Hes. frg. 2, wefür Schol. Ven Il. 20, 227 φοίτασκε hat, u. was eigtl. δρώμασκε heißen müßt, vgl. Lob. zu Phryn. 583.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρομώ — (I) και δρομάω (Α δρομῶ, άω) τρέχω νεοελλ. παίρνω δρόμο, πορεύομαι. (II) δρομῶ ( όω) (Α) επισπεύδω … Dictionary of Greek
ὐπαδεδρόμακεν — ὐπαδεδρόμᾱκεν , ὐπά δρομάω perf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὐπαδεδρόμηκεν — ὐπά δρομάω perf ind act 3rd sg (attic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεδρόμακεν — ὑποδεδρόμᾱκεν , ὑπό δρομάω perf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)