- δροσο-είμων
δροσο-είμων, ονος, thaubekleidet; νεφέλαι, Orph. H. 20, 6; νύμφαι, 50, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσο-είμων, ονος, thaubekleidet; νεφέλαι, Orph. H. 20, 6; νύμφαι, 50, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκοείμων — κροκοείμων, όειμον (Α) ο ντυμένος με ένδυμα βαμμένο με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. δροσο είμων, πτερο είμων] … Dictionary of Greek