- δροσόεις
δροσόεις, εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσόεις, εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροσόεις — δροσόεις, εσσα, εν (Α) 1. δροσερός, γεμάτος δροσιά 2. αυτός που σκορπίζει δροσιά 3. τρυφερός, απαλός, μαλακός … Dictionary of Greek
δροσόεις — dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεν — δροσόεις dewy masc voc sg δροσόεις dewy neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεντα — δροσόεις dewy neut nom/voc/acc pl δροσόεις dewy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεντας — δροσόεις dewy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεντες — δροσόεις dewy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεντι — δροσόεις dewy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεντος — δροσόεις dewy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεσσα — δροσόεις dewy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσόεσσαν — δροσόεις dewy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek