πυγούσιος

πυγούσιος

πυγούσιος, von der Länge eines πυγών, ellenlang, βόϑρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνϑα καὶ ἔνϑα, ungefähr eine Elle ins Gevierte, Od. 10, 517. 11, 25. Vgl. πυγωνιαῖος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυγούσιος — of the length of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγούσιος — ία, ον, Α ο πυγονιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πυγούσιος παράγεται από τη λ. πυγών, όνος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος παραγωγής του. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κάποιου είδους αναλογικό σχηματισμό, ενώ κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, ο …   Dictionary of Greek

  • πυγούσιον — πυγούσιος of the length of a masc acc sg πυγούσιος of the length of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”