- δροπά
δροπά, τά, = δρεπτά, Soph. frg. 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δροπά, τά, = δρεπτά, Soph. frg. 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χεδροπά — τα, ΝΑ νεοελλ. βοτ. τα χεδρωπά αρχ. 1. τα ελλοβόκαρπα φυτά και, ειδικότερα, ο καρπός τους, τα όσπρια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄσπριον τι oἱ δὲ πανσπερμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρωσ. goroch «μπιζέλι» δεν θεωρείται πιθανή,… … Dictionary of Greek